μουντζουρώνω

μουντζουρώνω
barbouiller

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μουντζουρώνω — μουντζουρώνω, μουντζούρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μουντζουρώνω — και μουτζουρώνω και μουζουρώνω (Μ μουντζουρώνω και μουρτζουλώνω και μουτζουλώνω) [μουντζούρα] αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά για διαπόμπευση νεοελλ. 1. λερώνω κάποιον ή κάτι με μελάνι ή άλλη βαθύχρωμη ουσία 2. γράφω δυσανάγνωστα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • μουντζουρώνω — μουντζούρωσα, μουντζουρώθηκα, μουντζουρωμένος, λερώνω με μουντζούρες: Τον αποβάλανε γιατί μουντζούρωσε τους τοίχους της τάξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθαλώνω — [αθάλη] μαυρίζω κάποιον ή κάτι με αιθάλη, καπνιά, μουντζουρώνω, μαυρίζω …   Dictionary of Greek

  • αμουντζούρωτος — η, ο [μουντζουρώνω] αυτός που δεν έχει μουντζούρες, καθαρός …   Dictionary of Greek

  • κηλιδώνω — (Α κηλιδῶ, όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [κηλίς] 1. ρυπαίνω με κηλίδες, λερώνω, λεκιάζω («τὴν ἐσθήτα αὐτοῡ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.) 2. μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, ατιμάζω, κατασπιλώνω, μουντζουρώνω (α. «κηλίδωσε την τιμή του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας… …   Dictionary of Greek

  • μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …   Dictionary of Greek

  • μουτζουλώνω — (Μ) βλ. μουντζουρώνω …   Dictionary of Greek

  • μουτζουρώνω — βλ. μουντζουρώνω …   Dictionary of Greek

  • αθαλώνω — αθάλωσα, αθαλώθηκα, αθαλωμένος, μουντζουρώνω, μαυρίζω: Το σπίτι ήταν παλιό κι η σκεπή από τη φωτογωνιά είχε αθαλώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηλιδώνω — κηλίδωσα, κηλιδώθηκα, κηλιδωμένος 1. λερώνω, λεκιάζω: Κηλιδώθηκε το παντελόνι σου. 2. στιγματίζω, ντροπιάζω, μουντζουρώνω: Κηλίδωσε την τιμή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”